Η ταπείνωση οδηγεί στη φάτνη
Η δεκάχρονη Ανθούλα, καθισμένη πάνω στο χαλί
δίπλα στο στολισμένο δέντρο, προσπαθούσε να συναρμολογήσει τη φάτνη
και να τοποθετήσει τις διάφορες φιγούρες την καθεμία εκεί όπου αυτή
νόμιζε ότι ταίριαζε καλύτερα.
Ο πατέρας ήταν πολύ άκεφος. Η μελαγχολική του
διάθεση ήταν αντίθετη με το χαρούμενο πνεύμα των Χριστουγέννων. Η
μητέρα σιωπηλή τελείωνε το φορεματάκι της Ανθούλας που το έραψε από
τα ρετάλια που βρήκε στο σεντούκι. Η Ανθούλα έσπασε τη σιωπή:
- Μπαμπά, έλα να δεις τη φάτνη. Είναι ωραία
έτσι που την έφτιαξα; είπε με ενθουσιασμό. Ο πατέρας δε φαινόταν να
συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της κόρης του.
- Ναι, καλή είναι. Αλλά δε βλέπω το μικρό
Ιησού, είπε ο πατέρας αφηρημένα.
- Πρέπει να σκύψεις πολύ. Να γονατίσεις, για
να μπορέσεις να τον δεις, απάντησε η Ανθούλα, κι έδειξε τον Χριστό
που ήταν ξαπλωμένος στο παχνί, μέσα βαθιά στο στάβλο.
- Ναι. έχεις δίκιο, είπε ο πατέρας, ενώ ακόμα
στεκόταν όρθιος βυθισμένος στις σκέψεις του.
Η μητέρα αναστέναξε με πόνο. Γύρισε και είπε
στον πατέρα.
- Ο Θεός δε μας άφησε ως τώρα. Το πιστεύω ότι
θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε κι αυτή τη δυσκολία.
- Ναι... βέβαια. Εύκολα τα λόγια. Όμως εγώ
τώρα είμαι δίχως δουλειά και δίχως χρήματα, διέκοψε ο πατέρας
απότομα.
Η Ανθούλα σταμάτησε το σκοπό που
σιγοτραγουδούσε, για να ακούσει τη συζήτηση. Ύστερα από λίγο
ξάφνιασε τον πατέρα της λέγοντας:
- Πατέρα, με αγαπάς; - Ναι... και μάλιστα πολύ
γλυκιά μου. Μα γιατί με ρωτάς;
- Να, σκέφτηκα ότι η αγάπη είναι το καλύτερο
δώρο, είπε η Ανθούλα με έμφαση. Και πριν πάει για ύπνο φίλησε τον
πατέρα της λέγοντας του με ικεσία.
- Σε παρακαλώ, αύριο που θα απαγγείλω το
ποίημα μου θέλω κι εσύ να κάθεσαι εκεί μπροστά, για να σε βλέπω και
να παίρνω θάρρος.
- Μέχρι αύριο έχουμε καιρό να σκεφτούμε μικρή
μου. Τώρα πήγαινε εσύ να κοιμηθείς, την καθησύχασε ο πατέρας.
Ύστερα από λίγο η Ανθούλα άκουσε από τη
μισάνοιχτη η πόρτα του δωματίου της τον πατέρα της να λέει:
- Ο Θεός με ξέχασε αυτά τα Χριστούγεννα, κι
εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να πάω αύριο στην εκκλησία.
Σαν τ' άκουσε αυτά η Ανθούλα στενοχωρήθηκε
πολύ. Γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι της και προσευχήθηκε: «Το ξέρω,
Ιησού, εσύ δε μας ξέχασες. Ήρθες και φέτος στο σπίτι μας. Εγώ σε
είδα μέσα στο παχνί. Κάνε ο πατέρας μου να γονατίσει για να μπορέσει
να σε δει».
Το βράδυ εκείνο, ενώ η Ανθούλα κοιμόταν, η
μητέρα πήρε την παλιά κούκλα και της έφτιαξε ένα καινούριο φόρεμα. Ο
πατέρας μεταμόρφωσε το ξύλινο σκαμπό σε κρεβατάκι και τα έβαλαν κάτω
από το δέντρο. Η Ανθούλα ξύπνησε χαρούμενη. Έφτιαξε μόνη της ένα
δωράκι για τους γονείς της και τους το πρόσφερε. Όλοι ήταν
χαρούμενοι με τα δώρα που αντάλλαξαν. Δώρα, που, αν και δεν κόστισαν
τίποτα, όμως εξέφραζαν πολλή αγάπη.
Η Ανθούλα ενθουσιάστηκε με το καινούριο φόρεμα
που έφτιαξε η μητέρα της για την κούκλα της. Ήταν πολύ πιο όμορφο απ'
αυτά που έβλεπε στις βιτρίνες. Ο πατέρας έβαλε τα γιορτινά του και
τους συνόδεψε στη εκκλησία. Η Ανθούλα πήρε θάρρος από την παρουσία
του πατέρα της κι απήγγειλε το ποίημα της πολύ ωραία. Κι εκείνος, αν
και το είχε ακούσει πολλές φορές, τώρα για πρώτη φορά πρόσεξε τα
λόγια του. Ναι, ο Ιησούς ήρθε στη γη για να μας φανερώσει την αγάπη
Του. Έτσι έπρεπε κι αυτός να ταπεινωθεί και να γονατίσει μπροστά στη
φάτνη, για να μπορέσει να Τον δει, όπως τόσο απλά του είπε η κορούλα
του.
Παιδιά! Σπουδαία αρετή η ταπεινοφροσύνη. Ο
Ιησούς Χριστός πρώτος μας τη φανέρωσε με το παράδειγμα Του: «Να
υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε και ο Ιησούς Χριστός, ο
οποίος αν και Θεός... τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου κι έγινε
άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά
υπακούοντας μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλιππησίους
2:5-8).
Ας ακολουθήσουμε κι εμείς το δρόμο της
ταπείνωσης, για να οδηγηθούμε στον Ιησού Χριστό της φάτνης, του
Γολγοθά και της Ανάστασης.