[1]
Ο δωδέκατος βασιλιάς
του Ιούδα, γιος και διάδοχος του Ιωθάμ. Ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία είκοσι ετών
και βασίλευσε δεκαέξι χρόνια στην Ιερουσαλήμ αφού προηγουμένως είχε συνβασιλεύσει δύο χρόνια με τον πατέρα του (Β' Βασιλέων 16:1,2,20).
Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του οι βασιλείς του Ισραήλ
και της Συρίας, Φεκά (Φεκάχ) και Ρεσίν αντίστοιχα, προσπάθησαν να τον αναγκάσουν να
συμμαχήσει μαζί τους εναντίον της
Ασσυρίας. Επειδή ο Άχαζ
αρνήθηκε, εκστρατεύσανε εναντίον του φέρνοντας μεγάλες καταστροφές και
συλλαμβάνοντας 200.000 αιχμαλώτους περίπου (Β' Χρονικών 28:8), οι
οποίοι αργότερα ελευθερώθηκαν χάρη στη μεσολάβηση του προφήτη
Ωδήδ (Β' Χρονικών
28:5-15).
Τελικά οι βασιλείς Φεκά και Ρεσίν τον νίκησαν. Ο Άχαζ
ζήτησε βοήθεια από το
Θεγλάθ-φελασάρ (Τιγλάθ-πιλεσέρ)
βασιλιά της Ασσυρίας (Β' Χρονικών 28:16), ο
οποίος όμως τον υπέταξε και τον ανάγκασε να αφαιρέσει από το ναό του Θεού μέρος
των θησαυρών για να τους δώσει σ' αυτόν (Β' Χρονικών 28:20,21).
Στο τέλος έκλεισε το ναό του Θεού, αφού πρώτα τον λεηλάτησε, και κατασκεύασε
θυσιαστήρια σε κάθε γωνιά της πόλης (Β' Χρονικών 28:24). Ο
Άχαζ στάθηκε ενάντια στον αληθινό Θεό, λάτρευσε τα είδωλα
(Β' Βασιλέων 16:2)
και ανέδειξε τη λατρεία του Μολόχ ως επίσημη θρησκεία του
κράτους. Για τη στάση απέναντι στο Θεό οι Ιουδαίοι
αρνήθηκαν να τον θάψουν στους τάφους των βασιλιάδων του Ισραήλ, τον έθαψαν όμως
στην Ιερουσαλήμ. Πέθανε σε ηλικία 36 ετών και τον διαδέχθηκε ο γιος του
Εζεκίας
(Β' Χρονικών 28:27).
Ο Ησαΐας αναφέρει αρκετές προφητείες για τον Άχαζ (Ησαΐας
7:1-12).
[2]
Δισέγγονος του Ιωνάθαν, γιου του βασιλιά Σαούλ, ένας
από τους τέσσερις γιους του Μιχά. Πατέρας του Ιωαδά (Α' Χρονικών 8:35,36, 9:42).