[1]
Ο τρίτος μετά το
Σολομώντα βασιλιάς του Ιούδα ο οποίος διαδέχθηκε τον
Αβιάμ (Α' Βασιλέων 15:9-24, Β' Χρονικών κεφ. 14-16).
Ήταν αρκετά θεοσεβής και ο πρώτος από σειρά πέντε ευσεβών βασιλιάδων (Ασά,
Ιωσαφάτ, Ιωάς, Εζεκία,
Ιωσίας), σε αντίθεση με τους περισσότερους βασιλείς του
Ιούδα. Γιος του Αβιάμ και εγγονός του Ροβοάμ. Μητέρα του ήταν η κόρη του
Αβεσσαλώμ Μααχά, η οποία ήταν ειδωλολάτρισσα, παρόλα
αυτά ο Ασά στάθηκε με φόβο και πίστη απέναντι στο Θεό.
Ο Ασά βασίλευσε σαράντα χρόνια (912-871 π.Χ. -
Α' Βασιλέων 15:10). Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν χρόνια ειρήνης
και ευδαιμονίας, και τούτο γιατί μόλις ανέβηκε στο θρόνο έδιωξε τα είδωλα από
την Ιερουσαλήμ και επανέφερε τη λατρεία του αληθινού Θεού (Α' Βασιλέων 15:12, Β'
Χρονικών 14:1-5). Μάλιστα από τη μητέρα του Μααχά, αφαίρεσε τον τίτλο της
βασίλισσας και τις τιμές επειδή αυτή έφτιαξε το είδωλο της θεάς Αστάρτης σε
άλσος κοντά στο χείμαρρο των
Κέδρων, το οποίο όμως έκαψε ο Ασά (Α' Βασιλέων 15:13).
Κατά το ενδέκατο έτος της βασιλείας του ο Θεός του χάρισε σπουδαία νίκη ενάντια
στον Αιθίοπα βασιλιά Ζερά
(Β' Χρονικών 14:8-14).
Αργότερα όμως στον πόλεμο εναντίον του βασιλιά Βαασά του Ισραήλ, επειδή δεν
επικαλέσθηκε τη βοήθεια του Θεού και στηρίχθηκε στη βοήθεια του βασιλιά της
Ασσυρίας, ο Θεός τον εγκατέλειψε και επιτιμήθηκε αυστηρά από τον Ανανί, άνθρωπο
του Θεού (Β' Χρονικών 16:7,8). Στο τελευταίο χρόνο της βασιλείας του αρρώστησε
βαριά στα πόδια του (Α' Βασιλέων 15:23,
Β' Χρονικών 16:12), αλλά για τη θεραπεία του βοήθεια ζήτησε μόνο από
γιατρούς και όχι από τον Κύριο (Β' Χρονικών 14:12). Πέθανε το 914 π.Χ. και
θάφτηκε με τιμές στον τάφο που έφτιαξε ο ίδιος στην Ιερουσαλήμ, δίπλα στους
προγόνους του (Α' Βασιλέων 15:24, Β' Χρονικών 16:12-14). Τον διαδέχθηκε ο γιος
του ο Ιωσαφάτ.
[2]
Λευίτης, μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από την αιχμαλωσία
στη Βαβυλώνα (Α' Χρονικών 9:16). Πατέρας του
Βαραχία (Βερεχία).