[το
όνομά του σημαίνει "θαυμάσιος" (περσικής προέλευσης)]
Γιος του Αμμεδαθά (Αμαδάθ ή Μεδαθά) του Αγαγίτη,
τον οποίο ο Πέρσης βασιλιάς Ασουήρης (Ξέρξης) προώθησε και τον έκανε
πρώτο ανάμεσα σ' όλους τους ηγεμόνες του (Εσθήρ 3:1). Δεδομένου ότι ο
τίτλος του Αγάγ δίνονταν στους βασιλιάδες των Αμαληκιτών θεωρείται ότι
ο Αμάν ήταν απόγονος της βασιλικής οικογένειας του έθνους των
Αμαληκιτών. Οι Αμαληκίτες ήταν οι χειρότεροι εχθροί των Ισραηλιτών.
Ο Αμάν φθονώντας το Μαροδοχαίο (Μαρδοχαίο),
επειδή δεν τον προσκύνησε μετά από διαταγή του βασιλιά
(Εσθήρ 3:2),
και θέλοντας να τον σκοτώσει, σκέφτηκε να σκοτώσει όλους τους
Ισραηλίτες με προεδρικό διάταγμα, για αυτό και άρχισε να τους
συκοφαντεί μπροστά στο βασιλιά
(Εσθήρ 3:7-15).
Τα σχέδια του Αμάν χάλασαν χάρη στην πρόνοια του Θεού μέσω της
Εσθήρ
βασίλισσας και συζύγου του Ξέρξη, η οποία στράφηκε εναντίον του, με
αποτέλεσμα να σωθούν οι Ιουδαίοι (Εσθήρ κεφ. 4-7). Ο ίδιος θανατώθηκε
κρεμασμένος στο ξύλο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για το Μαροδοχαίο
(Εσθήρ 7:10). Η περιουσία του δωρίστηκε από τον βασιλιά στην Εσθήρ
(Εσθήρ 8:1).
Η ζωή του χαρακτηρίζεται από αλαζονεία, μίσος και
εκδίκηση κατά του λαού Ισραήλ. Για τη στάση του αυτή ο Θεός τον
τιμώρησε. Πέθανε το 485 π.Χ., και πιθανόν να ήταν ο τελευταίος γόνος
των Αμαληκιτών.